Το καλοκαίρι του 1452 παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος μηχανικός ονόματι Ουρβανός και προσέφερε τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν μπορούσε να πληρώσει το μισθό που εκείνος πίστευε ότι του άξιζε, ούτε μπορούσε να του προμηθεύσει τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν. Έτσι ο Ουρβανός έφυγε από την πόλη και προσέγγισε το σουλτάνο. Έγινε αμέσως δεκτός σε ακρόαση και ανακρίθηκε. Ο Μωάμεθ β’ του πρόσφερε τετραπλάσιο μισθό, όσα υλικά ήθελε και πολλούς, εργάτες, τεχνίτες και πυροβολητές από την τάξη των σπαχήδων. Κατασκεύασε πολλά κανόνια· το μεγαλύτερο ήταν το λεγόμενο «τέρας του Ουρβανού»· το μέγεθος της κάνης του υπολογίζεται ότι ήταν σαράντα πιθαμές, δηλαδή είκοσι έξι πόδια και οκτώ ίντσες, περίπου 8 μέτρα. Το πάχος του μπρούντζου γύρω από το σωλήνα ήταν μια πιθαμή, δηλαδή οκτώ ίντσες, και η περιφέρεια του σωλήνα τέσσερις ίντσες στο πίσω μέρος, όπου έμπαινε το μπαρούτι, και δώδεκα πιθαμές στο μπροστινό μισό, όπου έμπαιναν τα βλήματα. Τα βλήματα ήταν πέτρινα και λέγεται ότι ζύγιζαν εξακόσια δώδεκα κιλά· το πρώτο δοκιμαστικό βλήμα της «μπομπάρδας» εξακοντίστηκε στον αέρα για ένα μίλι και χώθηκε έξι πόδια μέσα στη γη (1,8 μέτρα). Οι Τούρκοι ενθουσιάστηκαν: οι βυζαντινοί υστερούσαν τώρα και στην πολεμική τεχνολογία και σύμφωνα μ’ έναν χρονογράφο της εποχής «τα κανόνια έκριναν τα πάντα.» Τα σχετικά μικρά πυροβόλα των βυζαντινών ελάχιστες ζημιές μπορούσαν να προκαλέσουν στους Τούρκους· το οχυρό που έστησε ο Μωάμεθ στο Βόσπορο, το περίφημο Ρούμελι Χισάρ, έμοιαζε απόρθητο από στεριά και θάλασσα. Η χοντρή αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του Κεράτιο κόλπο παρέμεινε μέχρι το τέλος, αλλά οι πολιορκητές πέρασαν δεκάδες καράβια από τη στεριά, κυλώντας τα πάνω σε μεγάλους κορμούς δέντρων. Τις παραμονές της επίθεσης, ούτε «πουλί πετούμενο» δεν μπορούσε να πλησιάσει την πόλη.
Ο κανονιοβολισμός της βασιλίδας κράτησε περίπου 7 εβδομάδες· στις 18 Απριλίου, δύο ώρες μετά τη δύση, ο Μωάμεθ διέταξε επίθεση εναντίον του Μεσοτειχίου. Ο αγώνας διήρκεσε τέσσερις ώρες. Έπειτα οι Τούρκοι ανακλήθηκαν πίσω στις γραμμές τους. Ο Βενετός Μπάρμπαρο υπολόγισε ότι είχαν χάσει περίπου διακόσιους άνδρες. Ούτε ένας Χριστιανός δεν είχε σκοτωθεί.
Στις 20 Απριλίου ο έμπειρος πλοίαρχος Φλαντανελάς κατάφερε να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό και προσέγγισε την Πόλη με τρία πλοία γεμάτα εφόδια, έπειτα από σκληρή ναυμαχία με δεκάδες τουρκικά πλοία· οι ελπίδες των πολιορκημένων αναπτερώθηκαν για λίγο, όμως ο Κεράτιος κόλπος αποκλείστηκε οριστικά. Οι εκκλήσεις προς τους δυτικούς δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα· ο αναμενόμενος χριστιανικός στόλος, που θα μπορούσε πιθανότατα να βυθίσει την αρμάδα των Τούρκων, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Λίγο αργότερα, ο τολμηρός κυβερνήτης μιας γαλέρας που είχε έλθει από την Τραπεζούντα, κάποιος Τζιάκομο Κόκο, πρότεινε να κάψουν αμέσως τα πλοία των πολιορκητών τη νύκτα και προσφέρθηκε να ηγηθεί ο ίδιος της επιχείρησης· το σχέδιο είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς υπήρχαν δεκάδες επιδέξιοι και ατρόμητοι ναυτικοί, ατυχώς όμως δεν εφαρμόστηκε άμεσα και προδόθηκε στο σουλτάνο από έναν Γενοβέζο κάτοικο του Πέραν. Όπως αναφέρει ο Ράνσιμαν, «το σχέδιο του Κόκο ήταν να στείλει μπροστά δύο μεγάλα μεταγωγικά, με τα πλευρά τους να προστατεύονται από τα βλήματα των κανονιών με δεμάτια από βαμβάκι και μαλλί. Θα ακολουθούσαν δύο μεγάλες γαλέρες, για να αποκρούσουν κάθε αντίσταση. Κρυμμένες από αυτά τα μεγάλα πλοία δύο μικρές φούστες, προωθούμενες από κωπηλάτες, θα χώνονταν απαρατήρητες ανάμεσα στα τουρκικά πλοία, κόβοντας τα σχοινιά των αγκυρών τους και εξακοντίζοντας εύφλεκτα υλικά εναντίον τους.» Οι Τούρκοι πυροβολητές περίμεναν την επίθεση· το σχέδιο απέτυχε και ο ίδιος ο Κόκο πνίγηκε, μαζί με αρκετούς ναύτες.
Η πολιορκία είχε κρατήσει επτά εβδομάδες, αλλά παρά ταύτα ο τεράστιος τουρκικός στρατός με τις υπέροχες πολεμικές μηχανές του είχε κατορθώσει ελάχιστα. Ωστόσο, οι υπερασπιστές ήταν καταβεβλημένοι, είχαν ελλείψεις ανδρών και υλικού, ενώ και τα τείχη της πόλης είχαν πάθει σοβαρές ζημιές από το πυροβολικό του Ουρβανού. Την παραμονή της επίθεσης οι δύο αρχηγοί μίλησαν στα στρατεύματά τους· οι λόγοι δεν σώθηκαν επακριβώς, γνωρίζουμε όμως κατά προσέγγιση το περιεχόμενό τους (καταγράφηκαν από δύο άνδρες που ήταν παρόντες, τον πρωτοβεστιάριο Σφραντζή και τον αρχιεπίσκοπο της Μυτιλήνης). Σύμφωνα με το Χρονικό του Σφραντζή, ο οποίος ήταν παρών στην πολιορκία και πιάστηκε αιχμάλωτος, ο «αμηράς» μίλησε για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, επαίνεσε τη γενναιότητά τους και τους κάλεσε ν’ ανέβουν τις σκάλες (κλίμακας) σα να είχαν φτερά (ως πτερωτοί)· αν κάποιος πέθαινε, όπως ήταν συνηθισμένο στους πολέμους ή επειδή ήταν γραφτό (γεγραμμένον επί της κεφαλής του), «ολόσωμος εν τω παραδείσω μετά του Μωάμεθ αριστήσει και πιει και μετά παίδων και γυναικών ωραίων και παρθένων εν τόπω χλοερώ και μεμυρισμένον εν άνθεσι αναπαυτή και εν λουτροίς ωραιοτάτοις λουσθή και εν εκείνω τω τόπω εκ Θεού έξει ταύτα»· αυτά έλεγε ο Προφήτης. Αν πάλι νικούσε ο τουρκικός στρατός και ζούσαν, τους έταξε διπλάσιους μισθούς και τα λάφυρα από τη λεηλασία τριών ημερών: «ημέρας τρισίν η πόλις υμών έσεται», σύμφωνα με τον μουσουλμανικό νόμο· υποσχέθηκε ακόμα τα χρυσά και αργυρά σκεύη, καθώς και «αιχμαλώτους τε άνδρας και γυναίκας, μικρούς τε και μεγάλους», χωρίς να τους ενοχλήσει κανένας. Οι στρατιώτες χάρηκαν και φώναξαν στα τουρκικά, «κατά την εκείνων διάλεκτον»: «Αλλά, αλλά· Μεμέτη ρεσούλ αλλά», δηλαδή «Ο Θεός των Θεών και Μαχουμέτης ο προφήτης αυτού.»
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αφού απέρριψε τις προτάσεις κάποιων συμβούλων του να δραπετεύσει από την πόλη, προκειμένου να οργανώσει αργότερα εκστρατεία για την απελευθέρωσή της, μίλησε μπροστά σε όλους τους στρατιώτες, Έλληνες, και ξένους. Τους κάλεσε να πολεμήσουν με γενναιότητα και ανδρεία, όπως έκαναν μέχρι τότε, για τέσσερις λόγους: πρώτον, υπέρ της πίστεως και της ευσεβείας, δεύτερον, υπέρ της πατρίδος, τρίτον, υπέρ του βασιλέως ως Χριστού Κυρίου και τέταρτον, υπέρ συγγενών και φίλων. Είναι λοιπόν προτιμότερο να παλέψουν μέχρι θανάτου, αφού, αν ο Θεός, λόγω των αμαρτιών τους, δώσει τη νίκη στον «αλιτήριο αμηρά», θα χάσουν τα πάντα: πρώτον, τη ψυχή τους, την οποία θα δωρίσουν στον Χριστό («Και αν τον κόσμον όλον κερδίση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος;»)· δεύτερον, θα στερηθούν την πατρίδα και την ελευθερία τους· τρίτον, θα δουν την ένδοξη αυτοκρατορία τους ταπεινωμένη και ντροπιασμένη να «άρχεται» από τον «ασεβή δυνάστη»· τέταρτον, θα χάσουν τους συγγενείς, τους φίλους και τα παιδιά τους. Αναγνωρίζει το αναρίθμητο πλήθος των εχθρών, τονίζει όμως ότι έρχονται να πολεμήσουν με απογόνους «Ελλήνων και Ρωμαίων.», οι οποίοι κατά το παρελθόν συνέτριψαν πολλές φορές τους βαρβάρους· αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη «καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό τα του ήλιου ανατολήν.» Η «μυριαρίθμητη αγέλη των ασεβών», κυριολεκτικά την τελευταία ώρα, δεν μπορεί ασφαλώς ν’ αντιμετωπιστεί με τις λίγες συγκριτικά δυνάμεις των βυζαντινών· πάσα ελπίδα βρίσκεται «εις την άμαχον θέλησιν του Θεού.» Όπως είδαμε, ο τελευταίος αυτοκράτορας απευθύνεται σε Έλληνες και όχι σε Ρωμιούς· η αναφορά δεν είναι μοναδική, υπάρχουν εκατοντάδες σε κείμενα της βυζαντινής περιόδου, έχει όμως σημασία επειδή γίνεται από τον ίδιο τον Παλαιολόγο. Οι ελληνικής καταγωγής Χριστιανοί αποκαλούνται από την Εκκλησία Ρωμιοί ή Ρωμαίοι, διότι απλούστατα υπήρξαν υπήκοοι των Ρωμαίων, ενώ το όνομα Έλλην σήμαινε μάλλον τον ειδωλολάτρη, τον οπαδό της παλαιάς θρησκείας των Ελλήνων· έτσι, η εκκλησία πολλαπλασίαζε το ποίμνιό της, αφού όλοι οι Χριστιανοί της αυτοκρατορίας δεν ήταν οπωσδήποτε και Έλληνες την καταγωγή.
Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε και προηγουμένως, η σύνθεση και η τακτική του βυζαντινού στρατού δεν ήταν απλώς τεχνικό ή οργανωτικό ζήτημα· συνδέεται άμεσα με την κοινωνική διαστρωμάτωση της κοινωνίας και την παραγωγική της βάση: οι τιμαριούχοι κατείχαν γαίες, ή «πρόνοιες» και μαζί χιλιάδες δουλοπάροικους· ανάμεσά τους διαβιούσαν χιλιάδες ελεύθεροι αγρότες μικροϊδιοκτήτες, εξαρτημένοι σε μεγάλο βαθμό από τους δυνατούς, τη στρατιωτική αριστοκρατία και την αριστοκρατία του παλατιού. Οι κοινωνικές ανισότητες και η άγρια εκμετάλλευση των πληθυσμών υπονόμευσαν τελικά την πολεμική ικανότητα του Βυζαντίου· η απόλυτη σχεδόν εξάρτηση της αυτοκρατορίας από ποικιλώνυμους μισθοφόρους είναι φαινόμενο των τελευταίων αιώνων της ιστορίας της· η στρατιωτικές επιτυχίες των βυζαντινών υποστηρίχτηκαν κατά βάση από λεγεώνες «Ρωμαίων» πολιτών και σώματα στρατιωτών που είχαν λόγους να υπερασπίζουν ό,τι θεωρούσαν πατρίδα τους. Σύμφωνα με μια παρατήρηση που αποδίδεται στον τελευταίο μεγάλο δούκα, τον Λουκά Νοταρά, ήταν «καλύτερο το σαρίκι του σουλτάνου από την τιάρα του καρδιναλίου». Ο ανθενωτικός Γεννάδιος Σχολάριος θα γίνει ο πρώτος πατριάρχης της οθωμανικής πλέον αυτοκρατορίας. Ο Μωάμεθ Β’, στην αρχή τουλα΄χιστον θα φανεί κάπως διαλεκτικός προς τους Χριστιανούς και τη θρησκεία τους, ταυτόχρονα όμως θα εξοντώσει συστηματικά το σύνολο σχεδόν των βυζαντινών αξιωματούχων που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν την ηγεσία μιας ενδεχόμενης εξέγερσης. Όπως ήταν επόμενο, η λαϊκή παράδοση διέσωσε τις ελπίδες για την αναγέννηση του ελληνισμού:
-Ἡ Ρωμανία πέρασεν, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν.
-Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο.
Ο ήλιος της ελληνικής ελευθερίας θ’ ανατείλει ξανά τον 19 αιώνα, με τη μεγάλη εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση των Ελλήνων. Ο επαναστάτης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διηγείται τον παρακάτω διάλογο με τον στρατηγό Χάμιλτον:
Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι: “Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”. “Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.
Δημήτρης Τζήκας, eranistis.net
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Τόμοι: Α’+Β’+Γ’1, ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1978.
Steven Runciman, Η Άλωση Της Κωνσταντινούπολης 1453, Μετάφραση – Επιμέλεια Νίκος Νικολούδης, tρίτη έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑ, ΑΘΗΝΑ 2005.
Φραντζής, Γεώργιος, b. 1401, Χρονικόν / Γεωργίου του Φραντζή του πρωτοβεστιαρίου, [φιλολογική επιμέλεια: Περ. Εμ. Κομνηνού, εκδοτική φροντίδα: Λέανδρου Νικ. Μίχα.], Αθήναι: [Τυπογραφείο Φάνη Κωνσταντινίδη και Κώστα Μιχάλα],1953.
Περιοδικό Έψιλον – Ιστορικά, εφημ. Ελευθεροτυπία, 27 Μαΐου 2004
Ο Κολοκοτρώνης : Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη (Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής 1770-1836)…